κοτταβισμός

κοτταβισμός
κοττᾰβ-ισμός, , = foreg., prescribed as a cure for καχεξία, Philum. (?) ap.Orib.Syn.9.21.5, Paul.Aeg.3.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοτταβισμός — κοτταβισμός, ὁ (Α) [κοτταβίζω] 1. η ενέργεια τού κοτταβίζω 2. σφοδρός καταιονισμός ύδατος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για θεραπεία τής καχεξίας …   Dictionary of Greek

  • κοτταβισμοί — κοτταβισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”